- κώμα
- Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ. μπορεί να διαρκέσει από ημέρες έως και χρόνια, όμως όσο περισσότερο διαρκεί τόσο μειώνονται οι πιθανότητες επαναφοράς της συνείδησης του ασθενούς.
Τα αίτια που προκαλούν το κ. είναι πολλαπλά: κατ’ αρχάς, τα νοσήματα που προσβάλλουν τον εγκέφαλο και τις μήνιγγες, όπως η αιμορραγία και η θρόμβωση, η διάχυτη εγκεφαλίτιδα, η φυματιώδης μηνιγγίτιδα, οι όγκοι, η θερμοπληξία, οι τραυματισμοί του κρανίου· κατόπιν, οι τοξικές καταστάσεις του οργανισμού, όπως η οξεία δηλητηρίαση από αλκοόλ ή βαρβιτουρικά, η υψηλή ουραιμία και οι καταστάσεις εκείνες που προκαλούνται από κακώς ρυθμιζόμενο σακχαρώδη διαβήτη (διαβητικό και υπογλυκαιμικό κ.)· τέλος, το κ. αποτελεί το τελικό στάδιο που προηγείται του θανάτου και ως εκ τούτου μπορεί να προκληθεί από ποικιλία νοσημάτων. Η διάγνωσή του είναι σχετικά εύκολη, ενώ πιο δύσκολο είναι μερικές φορές να προσδιοριστεί η αιτία που το προκάλεσε. Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται προσεκτική διερεύνηση του ιστορικού του αρρώστου (σακχαρώδης διαβήτης, αγγειακά νοσήματα, υπέρταση κ.ά.) και η ορθή εκτίμηση των παρατηρούμενων σημείων (τραύματα του κρανίου, μέθη κ.ά.). Η θεραπευτική του κ. αποσκοπεί στην ενίσχυση του αναπνευστικού και του κυκλοφορικού συστήματος και στη θεραπευτική αντιμετώπιση των αιτίων που το προκάλεσε. Οι περισσότεροι ασθενείς αναλαμβάνουν από το κ.
* * *το (Α κῶμα)λήθαργος, βαρύς ύπνος (ἦ με μαλακὸν περὶ κώμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.παθολογική κατάσταση βαθύτατης αναστολής τής ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική απώλεια τής συνείδησης, τής εκούσιας κινητικότητας και τής ενσυνείδητης αισθητικότητας με διατήρηση όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, τής κυκλοφορίας και τής αναπνοήςαρχ.νοσηρή τάση για ύπνο, ληθαργική κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. *kō[i]-mņ, συνδεόμενη με το κεῖμαι (πρβλ. και κοιμάμαι). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το κάμνω, άποψη όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν νωρίς διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. coma].
Dictionary of Greek. 2013.